- γλωσσοκοπανώ
- (-άω) και γλωσσοκοπανίζω1. φλυαρώ2. αυθαδιάζω3. συκοφαντώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
φαφλατάρω — και φαφλατίζω φαφλατάρισα, αμτβ., φλυαρώ, μωρολογώ, γλωσσοκοπανώ: Είναι φλύαρος και φαφλατάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλυαρώ — φλυάρησα 1. μτβ. και αμτβ., λέω πολλά και χωρίς να τα σκέφτομαι, μιλάω περιττά και κουραστικά, πολυλογώ, γλωσσοκοπανώ, λέω ανοησίες. 2. (για άψυχα), θορυβώ, ηχώ αδιάκοπα: Στις πλαγιές που τ αυλάκια φλυαρούν (Ι. Ζερβός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)